- ἐποιδαλέος
- ἐπ-οιδαλέος, α, ον, aufgeschwollen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εποιδαλέος — ἐποιδαλέος, α, ον (Α) πρησμένος, εξογκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδαλέος (< οιδέω* «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek